- παλαιοανθρωπολογία
- η палеоантропология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλαιοανθρωπολογία — Ανθρωπολογική επιστήμη που μελετά τις αρχαιότερες ανθρώπινες φυλές από σωματική άποψη. Κυριότερος σκοπός της π. είναι η διαπίστωση των φυλογενετικών σχέσεων μεταξύ των απολιθωμένων ανθρώπων και η ανακάλυψη, κατά συνέπεια, της καταγωγής του… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλαιοεθνολογία — Η προϊστορική αρχαιολογία ή προϊστορία. Ο όρος καθιερώθηκε από το Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογίας που έγινε το 1865 στην πόλη Σπέτσια της Iταλίας. Η παλαιοεθνολογική μελέτη βασίζεται στη μελέτη της ενδυμασίας, διατροφής, λατρείας και κατοικίας των … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ανθρωπολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο, τον πρώτο ερευνητή που ασχολήθηκε με την ανθρωπολογική σύνθεση των αρχαίων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. O Ιωάννης Κούμαρης, διευθυντής του μουσείου από το 1915 έως το 1950 και πρώτος καθηγητής της… … Dictionary of Greek